προανεῖχεν

προανεῖχεν
προανεῖχεν , πρό-ἀνέχω
hold up
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προανέχω — Α 1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων 2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῡ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”